απάτωτος

απάτωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει πάτωμα: Τα δωμάτια ήταν ακόμη απάτωτα.
2. αυτός που δεν πατώνει, δεν αγγίζει με τα πόδια του τον πάτο της θάλασσας, λίμνης κτλ.: Λίγα μέτρα από την αμμουδιά τα νερά ήταν απάτωτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”